-
1 κομψότητα
[компсотита] ουσ. Θ. изящность, элегантность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κομψότητα
-
2 изящество
-а ουδ.κομψότητα, χάρη, σικ• φιλοκαλία• γλαφυρότητα•изящество архитектуры αρχιτεκτονική κομψότητα•
изящество костюма κομψότητα κοστουμιού•
изящество движений η χάρη των κινήσεων•
-
3 грация
-
4 изящество
-
5 изящество
изящ||ествос ἡ κομψότητα [-ης], ἡ χάρη [-ις]. ἡ φιλοκαλία, ἡ γλαφυρότητα [-ης]:\изящество костюма ἡ κομψότητα τοῦ κοστου-μιοῦ· \изящество движений ἡ χάρη [-ις] τῶν κινήσεων· \изящество изложения ἡ καλλιέπεια τῆς ἀφήγησης. -
6 грация
грацияж (изящество) ἡ χάρη [-ις], ἡ κομψότητα. -
7 нарядность
нарядн||остьж ἡ κομψότητα [-ης], ἡ χάρις. -
8 франтовство
франт||овствос ἡ ἐξεζητημένη κομψότητα. -
9 элегантность
элегантн||остьж ἡ κομψότητα [-ης]. -
10 грация
[γκράτσυγια] οοσ. θ. κομψότητα -
11 изящество
[ιζγιάστσιστβο] ουσ. ο. κομψότητα -
12 элегантность
[ελιγκάντναστ'] ουσ. θ. κομψότητα -
13 грация
[γκράτσυγια] ουσ θ κομψότητα -
14 изящество
[ιζγιάστσιστβο] ουσ ο κομψότητα -
15 элегантность
[ελιγκάντναστ'] ουσ θ κομψότητα -
16 благородство
-а ουδ.1. ευγένεια, λεπτότητα τρόπων.2. κομψότητα, ωραιότητα.3. ευγενική καταγωγή. -
17 грация
-и θ.1. χάρη• κομψότητα.2. ομορφιά, θέλγητρα. -
18 джентльменство
-а ουδ.ευγενικότητα τρόπων, συμπεριφοράς• κομψότητα• χρηστοήθεια. -
19 женственность
-и θ.γυναικεία χάρη, τρυφερότητα, κομψότητα. -
20 нарядность
-и θ.κομψότητα, χάρη.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κομψότητα — η (Α κομψότης, ητος) [κομψός] η ιδιότητα τού κομψού, λεπτότητα, χάρη αρχ. (για τη γλώσσα) γλαφυρότητα … Dictionary of Greek
κομψότητα — η η ιδιότητα και το γνώρισμα του κομψού, ωραιότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομψότητα — κομψότης elegance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψότητ' — κομψότητα , κομψότης elegance fem acc sg κομψότητι , κομψότης elegance fem dat sg κομψότητε , κομψότης elegance fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek